- σερβιτσάλι
- το(λ. ιταλ.), όργανο με το οποίο γίνεται το κλύσμα.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
σερβιτσάλι — και σερβιτσιάλι και σερβιτσιάλο, το, Ν (ξεν. λ.) κλυστήρας, κλύσμα. [ΕΤΥΜΟΛ. < ιταλ. serviziale] … Dictionary of Greek